Τι ωραία που λέγαμε τα κάλαντα…

Μεγάλωσα σε μια εποχή λίγο παλιότερη, λίγο διαφορετική…χωρίς smartphones, όταν ελάχιστα παιδιά είχαν PC και σχεδόν κανένα δεν είχε πρόσβαση στο internet. Όπως καταλαβαίνετε, για κάθε παιδί τα χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά, οι παραμονές τους δηλαδή, ήταν κάτι που περιμέναμε όλο το χρόνο. Γιατί πολύ απλά σήμαινε extra χαρτζηλίκι από τα κάλαντα. Σήμερα δεν είναι έτσι, σήμερα πολλά παιδιά δεν καταδέχονται να πάνε, ή ίσως δεν καταδέχονται να τα στείλουν οι γονείς τους. Προτιμούν να τους δώσουν αυτοί το…50 ευρω από το να τα αφήσουν να χτυπούν ξένες πόρτες πρωινιάτικα. Άλλες εποχές…

kalanta 2

 

Φυσικά τότε δεν υπήρχαν ευρώ. 50άρικα, 100άρικα, 200άρικα στην καλύτερη…εκτός από τα “τυχερά” που ήταν στα σπίτια συγγενών, όπου περίμενες από 500άρικο και πάνω. Δραχμές, προφανώς. Η “ιεροτελεστία” ξεκινούσε από την προηγούμενη. Ξεθάβαμε το τρίγωνο από την προηγούμενη χρονιά, σκούφους, γάντια, κασκόλ, ορίζαμε ένα ραντεβού με το άλλο ή τα άλλα παιδιά που θα πηγαίναμε και πέφταμε για ύπνο νωρίς.

6 η ώρα χτυπούσε το ξυπνητήρι. Έπρεπε να είμαστε από νωρίς στους δρόμους για να προλάβουμε τα άλλα παιδιά, ήταν γνωστό πως όσο πιό νωρίς πετύχεις τον σπιτονοικοκύρη, τόσο περισσότερα λεφτά θα πάρεις. 6.30 ήμαστε έτοιμοι και βγαίναμε στους παγωμένους, άδειους δρόμους της πόλης. Για “το καλό” ανάβαμε και ένα κεράκι στην Αγία Φιλοθέη, δίπλα στο σπίτι μου, με τον Πάνο. Ο Πάνος ήταν κάθε χρόνο η μόνιμη επιλογή μου για τα κάλαντα, όπως κι εγώ η δική του. Πρόθυμος για το χαρτζιλίκι, ορεξάτος και κυρίως, χαβαλές. Πολύ σημαντικό. “Διασκεδάζουμε και αυτό περνάει στον κόσμο”. Τέτοια φάση. Τυρόπιτα στο χέρι από το φούρνο που είχε ήδη ανοίξει και φύγαμε.

kalanta 3

7 βαρούσαμε τα πρώτα κουδούνια. “Να τα πούμε;” Πολλοί δεν άνοιγαν ακόμα, άλλοι άνοιγαν αλλά με μισόκλειστα μάτια, έδιναν ό,τι έβρισκαν μπροστά τους και ξανά στο κρεβάτι. Από τις 9 και μετά άνοιγαν σχεδόν όλοι. Εκεί ήταν η μεγάλη ώρα, εκεί φορτσάραμε για το επόμενο 3ωρο περίπου, ώστε να αποδώσει η προσπάθεια. Οργανωμένα, τετράγωνο-τετράγωνο, όροφο-όροφο. Αν κάποιος δεν άνοιγε ξαναχτυπούσαμε στο γυρισμό. Δε ξέρεις ποτέ…

Στο δρόμο πετυχαίναμε άλλα παιδιά με τον ίδιο σκοπό και συχνά τρέχαμε να τους περάσουμε. First come, first serve, που λένε και οι Άγγλοι. Ο χρόνος λίγος και τα σπίτια πολλά. Σπάνια μας έδιναν και γλυκά ή… μόνο γλυκά, εκεί καταριόμασταν την τσιγκουνιά τους. Φυσικά μπορεί να μην τους περίσσευαν, αλλά τότε τι ψυχή είχε ένα κατοστάρικο…

kalanta 4

Μεσημέρι, η ώρα έδειχνε 2, η πείνα μας θέριζε το στομάχι και τα τσαντάκια μέσης είχαν γίνει πολύ βαριά. Βέβαια χαιρόμασταν γιατί το βάρος σήμαινε πολλά κατοστάρικα. Όλα διά του 2, στο τέλος. Όταν δεν αντέχαμε άλλο, αράζαμε σε ένα σκαλί και κάναμε το μέτρημα και τη μοιρασιά. Η καλύτερη ώρα της ημέρας. Και μετά βουρ στο περίπτερο να δώσουμε τα ψιλά για να πάρουμε το ζεστό πεντοχίλιαρο, καμιά φορά και παραπάνω! Ξέρετε τι ήταν ένα πεντοχίλιαρο για ένα παιδί 8 χρονών το ’95; Έβγαζε το μήνα του…

Και φυσικά ανανεώναμε το ραντεβού για παραμονή Πρωτοχρονιάς. Το έργο είχε επανάληψη. Με λιγότερη όρεξη αυτή τη φορά, αλλά πολύ καλά αποτελέσματα. Και στην πορεία το χαιρόμασταν όσο δεν πάει, τα γέλια που ρίχναμε κάθε φορά ήταν ανεπανάληπτα. Έτσι για το γαμώτο λέγαμε ότι θα πάμε και των Φώτων, αλλά ξέραμε πολύ καλά ότι αυτό δε θα γινόταν ποτέ, όπως και δεν έγινε. Δύο “κάλαντα” σε μια βδομάδα ήταν αρκετά, από το βράδυ της 31ης Δεκεμβρίου απλά χαιρόμασταν τα… πλούτη μας μέχρι να ξανανοιξουν τα σχολεία. Έτσι έπρεπε. Κρίμα που τα σημερινά παιδιά δεν πάνε για κάλαντα, δε ξέρουν τι χάνουν…